- χαρτοπαικτείο(ν)
- το игорный дом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτοπαικτείο — το, Ν χαρτοπαικτική λέσχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπαικτεῖον, μαρτυρείται από το 1882 στον Εμμ. Ευθ. Γουβέλη] … Dictionary of Greek